30 χρόνια χωρίς τη Μελίνα Μερκούρη -Ελεύθερη είσοδος σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους

30 χρόνια χωρίς τη Μελίνα Μερκούρη -Ελεύθερη είσοδος σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους

Με ελεύθερη είσοδο θα μπορείτε να επισκεφθείτε τα μουσεία, τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους που υπάγονται στο υπουργείο Πολιτισμού, την Τετάρτη 6 Μαρτίου, με αφορμή την Ημέρα Μνήμης Μελίνας Μερκούρη.Φέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τον θάνατο της σπουδαίας Μελίνας Μερκούρη, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 6 Μαρτίου του 1994.

Η Αμαλία Μαρία Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 στην Αθήνα, στην οδό Τσακάλωφ 26, στο Κολωνάκι, όμως όλοι από μωρό τη φώναζαν Μελίνα, όνομα το οποίο της έμεινε τελικά σε όλη τη ζωή της. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο πολιτικούς. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του παππού της, Σπυρίδωνα Μερκούρη, δημάρχου Αθηναίων επί μια εικοσαετία (1899-1914 & 1929-1934), ενώ ο πατέρας της, Σταμάτης, υπήρξε βουλευτής και υπουργός. Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή ναυάρχου και ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες. Η Μελίνα απέκτησε και έναν μικρότερο αδερφό, τον Σπύρο.

Ήταν 19 ετών όταν ο παππούς της πέθανε (1939), αφήνοντας βαθύ τραύμα μέσα της. Παράλληλα, η οικογένειά της δεν της επέτρεπε να ασχοληθεί με το μεγάλο της όνειρο, την ηθοποιία, αφού οι δικοί της θεωρούσαν πως το “σανίδι” δεν ταίριαζε στην “τάξη” τους. Όμως η Μελίνα δεν καταλάβαινε από τέτοια. Τον Σεπτέμβριο του 1938 έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απαγγέλοντας ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, με τον Αιμίλιο Βεάκη να βρίσκεται απέναντί της. Έγινε πανηγυρικά δεκτή και ξεκίνησε τις σπουδές της με δάσκαλο τον Δημήτρη Ροντήρη, αποφοιτώντας από τη σχολή το 1944.

Το 1953 κέρδισε το βραβείο “Μαρίκα Κοτοπούλη” (σημαντική διάκριση για τις νέες ανερχόμενες ηθοποιούς του θεάτρου) και δυο χρόνια μετά, το 1955, όταν επέστρεψε από το Παρίσι, της έγινε η πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε κινηματογραφική ταινία, τη “Στέλλα” του Μιχάλη Κακογιάννη (από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”). Η ταινία διαγωνίστηκε στο φεστιβάλ των Καννών, άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, αλλά δεν κατάφερε να πάρει τον Χρυσό Φοίνικα. Όμως ήταν εκεί που η Μελίνα γνώρισε – και ερωτεύτηκε – τον Ζυλ Ντασέν (βραβείο σκηνοθεσίας εκείνη τη χρονιά για το “Rififi”), κατοπινό σύντροφό της δια βίου.

Οι δυο τους συνεργάστηκαν σε ταινίες όπως το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” (1956), το “Ποτέ την Κυριακή” (1960) με τον Γιώργο Φούντα, η “Φαίδρα” (1962) με τον Άντονι Πέρκινς και το “Τοπ Καπί” (1964) με τον Πίτερ Ουστίνοφ. Για το “Ποτέ την Κυριακή”, η Μελίνα πήρε το βραβείο γυναικείου ρόλου (το μοιράστηκε με τη Ζαν Μορό) στο φεστιβάλ των Καννών, ενώ η ταινία ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ (σκηνοθεσίας & σεναρίου ο Ντασέν, α’ γυναικείου ρόλου η Μελίνα, κοστουμιών η Ντένη Βλαχιώτη και τραγουδιού ο Μάνος Χατζιδάκις). Η Μελίνα έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, όμως ο Χατζιδάκις κέρδισε το αγαλματάκι για τα περίφημα “Παιδιά του Πειραιά” (φυσικά σε ερμηνεία της Μελίνας).

Την ίδια χρονιά, το 1960, πρωταγωνίστησε στο “Γλυκό πουλί της νιότης” του Τένεσι Ουίλιαμς, στο Θέατρο Τέχνης (σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη. Για μια ακόμη φορά, οι κριτικές για τη Μελίνα ήταν διθυραμβικές, η ερμηνεία της στον ρόλο της Αλεξάντρα ντελ Λάγκο υπήρξε συγκλονιστική. Παράλληλα, πήρε μέρος σε ταινίες γνωστών σκηνοθετών, όπως το “The last judgment” του Βιτόριο Ντε Σίκα (1961), το “The Victors” του Καρλ Φόρμαν (1963) και το “Chicago, Chicago” του Νόρμαν Τζούισον (1969). Το 1964, η ίδια και ο Ζιλ Ντασέν, ανακοίνωσαν ότι πλέον ήταν ζευγάρι (η Μελίνα είχε ήδη πάρει διαζύγιο από τον Πάνο Χαροκόπο το 1962).

Την ίδια χρονιά, το 1960, πρωταγωνίστησε στο “Γλυκό πουλί της νιότης” του Τένεσι Ουίλιαμς, στο Θέατρο Τέχνης (σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη. Για μια ακόμη φορά, οι κριτικές για τη Μελίνα ήταν διθυραμβικές, η ερμηνεία της στον ρόλο της Αλεξάντρα ντελ Λάγκο υπήρξε συγκλονιστική. Παράλληλα, πήρε μέρος σε ταινίες γνωστών σκηνοθετών, όπως το “The last judgment” του Βιτόριο Ντε Σίκα (1961), το “The Victors” του Καρλ Φόρμαν (1963) και το “Chicago, Chicago” του Νόρμαν Τζούισον (1969). Το 1964, η ίδια και ο Ζιλ Ντασέν, ανακοίνωσαν ότι πλέον ήταν ζευγάρι (η Μελίνα είχε ήδη πάρει διαζύγιο από τον Πάνο Χαροκόπο το 1962).

Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις ενημέρωσε τηλεφωνικά τη Μελίνα και τον Ντασέν για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα. Η Μελίνα έκανε δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών ΜΜΕ, καταλήγοντας με δάκρυα στα μάτια: “Σας παρακαλώ, μην πάτε στη χώρα μου”. Στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η χούντα της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Η απάντησή της παραμένει ιστορική: “Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας”. Από τον Νοέμβριο του 1967 και για τους επόμενους τρεις μήνες, το FBI την ακολουθούσε παντού, επειδή υπήρχε προειδοποίηση πως σχεδιαζόταν δολοφονική απόπειρα εναντίον της.

Ήταν το ξεκίνημα μιας ασυμβίβαστης αντιδικτατορικής δράσης. Μαζί με τον Ζυλ Ντασέν, τον Μίκη Θεοδωράκη και πολλούς ακόμα εξόριστους Έλληνες του εξωτερικού, η Μελίνα εξελίχθηκε σε εφιάλτη της χούντας. Ήταν τότε που γνώρισε και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Με οργανωτή τον αδερφό της, Σπύρο Μερκούρη, πραγματοποίησε περιοδείες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία), συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Δημιουργώντας πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτροπές, η Μελίνα έδωσε συνεντεύξεις, τραγούδησε και εκφώνησε πύρινους λόγους κατά των συνταγματαρχών.

Τον Μάρτιο του 1969, στη διάρκεια μιας περιοδείας της στην Ιταλία, έγινε βομβιστική επίθεση εναντίον της σε θέατρο της Γένοβας, χωρίς ευτυχώς θύματα, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα, δέχτηκε επίθεση από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο. Στις 26 Ιουλίου του 1974, δυο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επέστρεψε στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο την περίμεναν δεκάδες φίλοι της, ενώ η ίδια, βγαίνοντας από το αεροπλάνο, έκανε το σήμα της νίκης, μέσα σε γενικό ενθουσιασμό.

Η πολιτική της δράση συνεχίστηκε, αρχικά δέχτηκε πρόταση συνεργασίας από το ΚΚΕ, όμως τελικά, μαζί με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΑΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ίδρυσαν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Ο Ανδρέας, πρόεδρος πλέον του ΠΑΣΟΚ, της πρότεινε να κατέβει υποψήφια στη Β’ Πειραιώς στις εκλογές του 1974, όπου συγκέντρωσε 7.500 σταυρούς, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί για 33 μόλις ψήφους, κάτι που πέτυχε όμως το 1977. Από τότε, μέχρι και τον θάνατό της το 1994, υπήρξε συνεχώς μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Στο ΠΑΣΟΚ διετέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα ελέγχου Πολιτισμού.

Η διεθνής ακτινοβολία της, της επέτρεψε να έχει επαφές με κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες, όπως ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν, ο Τζούλιο Αντρεότι, ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο Ούλωφ Πάλμε, ο Φελίπε Γκονθάλεθ, η Ίντιρα Γκάντι και φυσικά ο ομόλογός της και αγαπημένος της, Ζακ Λανγκ (υπουργός Πολιτισμού στη Γαλλία), προβάλλοντας πάντοτε σε αυτές τις συναντήσεις τα εθνικά μας θέματα. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, έφερε τον πολιτισμό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, εντυπωσιάζοντας με τη δημοκρατική λειτουργία του υπουργείου της και τις άψογες σχέσεις των υπηρεσιών του με τους πολίτες.

Η διεθνής ακτινοβολία της, της επέτρεψε να έχει επαφές με κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες, όπως ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν, ο Τζούλιο Αντρεότι, ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο Ούλωφ Πάλμε, ο Φελίπε Γκονθάλεθ, η Ίντιρα Γκάντι και φυσικά ο ομόλογός της και αγαπημένος της, Ζακ Λανγκ (υπουργός Πολιτισμού στη Γαλλία), προβάλλοντας πάντοτε σε αυτές τις συναντήσεις τα εθνικά μας θέματα. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, έφερε τον πολιτισμό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, εντυπωσιάζοντας με τη δημοκρατική λειτουργία του υπουργείου της και τις άψογες σχέσεις των υπηρεσιών του με τους πολίτες.

Τα λόγια της ήταν χαρακτηριστικά: “Πρέπει να καταλάβετε τί σημαίνουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας, είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας. Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμα δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ”. Για να στηρίξει το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως που θα προσέφερε τον κατάλληλο χώρο για να εκτεθούν τα γλυπτά, αφαιρώντας κάθε επιχείρημα για όσους ήταν αντίθετοι.

Το 1990 η Μελίνα ήταν υποψήφια δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές στον Δήμο της Αθήνας, υποστηριζόμενη από ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμό και ΔΗΑΝΑ, έχασε όμως από τον Αντώνη Τρίτση (50,15% έναντι 45,94%). Τον Οκτώβριο του 1993, με την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ορίστηκε και πάλι υπουργός Πολιτισμού. Στόχος της σε αυτή τη δεύτερη θητεία, ήταν να υλοποιήσει τα προγράμματα “Αιγαίο-Αρχιπέλαγος” και “Εκπαίδευση και Πολιτισμός”. Όμως ο καρκίνος την πρόλαβε, κόβοντας το νήμα της ζωής της στις 6 Μαρτίου του 1994 στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης. Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα δυο μέρες μετά και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.

Η συγκίνηση για τον θάνατό της ήταν παγκόσμια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα καταστήματα στο Μπρόντγουεϊ παρέμειναν κλειστά, ενώ έσβησαν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους, συνηθισμένη πρακτική για τους Αμερικανούς ηθοποιούς που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης. Η Μελίνα υπήρξε η μοναδική ξένη ηθοποιός που τιμήθηκε με αυτόν τον τρόπο από το Μπρόντγουεϊ. Και αυτό επειδή η ίδια, αυτή η μεγάλη Ελληνίδα, υπήρξε οικουμενική. Είτε ως συγκλονιστική ηθοποιός, είτε ως μάχιμη πολιτικός, είτε ως υπέροχη ερμηνεύτρια τραγουδιών του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Μαρκόπουλου και του Τσιτσάνη.

To top