Γράφει η ΜΑΡΙΝΑ ΠΟΛΛΑΤΟΥ
Συνήθως, ακούσια ή εκούσια δεν ξέρω, αποφεύγουμε συστηματικά να σκαλίσουμε ό,τι πονά. Προφανώς για να μην προκαλέσουμε ακόμη μεγαλύτερο πόνο. Είναι όμως κάποιες στιγμές που ο κόμπος φτάνει στο χτένι. Τότε η αγανάκτηση σε πλημμυρίζει και το βαθύ αίσθημα πως είσαι ανίκανος, νιώθεις μικρός και άσημος για να παλέψεις να αλλάξεις τα κακώς κείμενα, σε πνίγει τόσο μα τόσο πολύ, που εντέλει αντιδράς. Ξεσπάς.
Κι αυτό θα επιχειρήσω να κάνω. Όσο πιο κεκαλυμμένα μπορώ όμως (πού να τρέχω στα δικαστήρια και να υποβάλλομαι σε εγκλείσεις παντός τύπου…), όχι γιατί δεν έχω αποδείξεις, αλλά να, γιατί είναι αμέτρητοι οι ’’καλοβολεμένοι’’ που εννοείται πως θα πολεμήσουν την αλήθεια, γιατί τα συμφέροντά τους απέχουν μακριά, πολύ μακριά απ’ αυτήν. Άλλωστε η αλήθεια είναι στο στόχαστρο, αφού αν την υπηρετείς δεν έχεις απολύτως κανένα λόγο να προσφεύγεις στα πλάγια μέσα, σε ό,τι εξυπηρετεί τους σκοπούς και κατά κύριο λόγο το κέρδος σου, γλείφοντας και λαδώνοντας την παραδημοσιογραφία. Στενά συνεργαζόμενος μαζί της σε έναν φαύλο κύκλο.
Ας ξεκινήσω λοιπόν την περιήγηση στα δικά μας, των δημοσιογράφων. Οι οποίοι μετά τη συμπλήρωση συγκεκριμένων ενσήμων – δηλαδή τριών με πέντε χρόνων σκληρής δουλειάς σε αντίξοες συνθήκες και αποθαρρυντικά έως εξαντλητικά ωράρια – κι αφού αποδείξουμε πως τα λεφτά που παίρνουμε ως μισθό και φορολογούμαστε για αυτόν μάς φτάνουν, δίχως δωράκια και λοιπά πακετάκια για να επιβιώσουμε, και υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι διαθέτουμε και καθαρό ποινικό μητρώο, γινόμαστε μέλη των ενώσεων συντακτών. Εξ αυτού απορρέει, εκτός των δικαιωμάτων, και η υποχρέωση, υποβολής Πόθεν Έσχες.
Ο μόνος στην Ελλάδα κλάδος εργαζομένων που υπόκειται σε τέτοια υποχρέωση δίχως να έχει σχέση με δημόσιο χρήμα, όπως οι υπάλληλοι, ή οι εταιρίες που έχουν δούναι λαβείν με το κρατικό κορβανά, είναι οι δημοσιογράφοι, μέλη των Ενώσεων Συντακτών (για τη Λέσβο, η Ένωση Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων- ΕΣΗΕΠΗΝ).
Σοφά λοιπόν ο νομοθέτης έχει προσπαθήσει να διαφυλάξει τον επηρεασμό της κοινής γνώμης, από όσους έναντι πολλών ή και αμέτρητων πινακίων φακής, θα παρουσίαζαν όπως οι χορηγοί τους θα ήθελαν, τα πράγματα. Υπάρχουν όμως κι αυτοί, και δυστυχώς είναι αρκετοί, που δίχως να λειτουργούν με τους κανόνες του τύπου, έχουν μέσα ενημέρωσης ή απασχολούνται σ’ αυτά – συνήθως με αόριστες ή και ανύπαρκτες εργασιακές σχέσεις – και δουλεύουν άοκνα στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ακριβώς κατά πώς τούς πληρώνουν να κάνουν. Οι ισχυροί που τούς πληρώνουν. Αυτοί που έχουν ή διαχειρίζονται το χρήμα. Και δημόσιο χρήμα. Ή εκπλήσσεστε για την ανοχή που έχουν ορισμένα δημόσια πρόσωπα σε συγκεκριμένα μέσα, για όλες τους μα όλες τους τις ενέργειες; Ή το αντίθετο, την κριτική που ασύστολα ασκούν κάποιοι σε όποιους αρνούνται να υποκύψουν στα… αιτήματά τους;
Αρχή απ’ τα… πταίσματα. Έχουμε λοιπόν ένα ’’μπουμπούκι’’, που δίχως να εκπροσωπεί απολύτως κανένα μέσο ενημέρωσης παίρνει πρώτο το λόγο σε συνεντεύξεις τύπου, κάνει βαρυσήμαντες πολιτικές αναλύσεις, γίνεται ενίοτε η φωνή και η εικόνα της Λέσβου ανά την Ελλάδα. Αν εργάζεται κάπου έστω και με μπλοκάκι ας μας δείξει επιτέλους τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που κόβει, ή ας μας ανακοινώσει τουλάχιστον το ΑΦΜ του και τι έσοδα έχει δείξει στην εφορία από δημοσιογραφικές υπηρεσίες. Αν πάλι παίρνει σύνταξη σε ποιον εργοδότη φαίνεται ότι δουλεύει;
Είναι προφανές πως λαμβάνει έστω και λίγα ’’μαύρα’’ από παντού για να κόβει το ψωμί από επαγγελματίες που πληρώνουν φόρο και πασχίζουν έντιμα για να ζήσουν. Αν το ρωτήσεις θα πει ότι το κάνει δωρεάν, αλλά δεν θα μπορεί και να εξηγήσει πού βρίσκει πόρους και ζει. Πώς;
Κάτι ανάλογο δηλαδή με την παραοικονομία είναι και η παραδημοσιογραφία. Οι έχοντες των μεγάλων καναλιών κάνουν σχεδόν τσάμπα ή έστω με κανά πενηντάρι ευρώ αμοιβή την δουλειά τους κι έχουν ανταπόκριση από Λέσβο, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να πληρώσουν τους δημοσιογράφους της περιφέρειας.
Ψιλά γράμματα θα μου πείτε ή τι μας νοιάζει εμάς τους μη δημοσιογράφους για τα εσωτερικά του κλάδου σας; Κι όμως όλους πρέπει να μας νοιάζει γιατί όπου δεν υπάρχουν όρια και κανόνες οι επιπτώσεις μπορεί να γίνουν ανεξέλεγκτες. Άλλωστε τέτοιες συνθήκες συνδιαμορφώνουν την διαπλοκή και μακροπρόθεσμα αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της κοινωνίας μας. Βλάπτουν σοβαρά την υγεία της. Το κακό εξαπλώνεται σαν την υγρασία και φέρνει μούχλα σε όλο το οικοδόμημα, σε όλα τα επαγγέλματα.
Για να μην φτάσω σε ακραίες καταστάσεις, αναφέρω μια απλή σχέση εξάρτησης που χτίζει το ’’μπουμπούκι’’ με έναν ξενοδόχο, έναν ταβερνιάρη, τον οποιοδήποτε επιχειρηματία, απομυζώντας τον με αντάλλαγμα την προβολή του σε κάθε ευκαιρία. Παντού. Ναι, πρόκειται για αυτές τις σχέσεις υποτέλειας. Τις αναξιοπρεπείς. Οι οποίες εντέλει ζημιώνουν τον επιχειρηματία που δεν θέλει να ταΐσει τον οποιονδήποτε τυχάρπαστο.
Υπάρχουν κι οι άλλες σχέσεις. Οι σαφώς χειρότερες. Των πολύ μεγάλων κονδυλίων. Των υψηλών πακέτων. Γιατί έμμεσα μπορεί να μην τα παίρνει αυτός που έχει το μέσο, ο παραδημοσιογράφος που κλέβει ασύστολα τη δουλειά των άλλων για να έχει ύλη, αλλά ο σύντροφός του, ο αδελφός του ή όποιος άλλος δικός του άνθρωπος. Μέσω μιας εταιρείας, η οποία παρέχει συγκεκριμένο αντικείμενο υπηρεσιών. Μακράν των δημοσιογραφικών. Κι όποιος σοβαρά ασκεί την παραμικρή ουσιαστική κριτική στην εταιρεία για τις κακές υπηρεσίες που παρέχει στην τοπική κοινωνία, γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος. Για την αρχή που πληρώνει τον παραδημοσιογράφο με αντάλλαγμα το λιβάνισμά της. Τέτοια εξάρτηση. Τι κάνει άραγε νιάου νιάου στους… ελαιώνες μας;
Δεν θα υπεισέλθω σε άλλα παραδείγματα του πώς η παραδημοσιογραφία αποτελεί τον χειρότερο και πιο ακριβοπληρωμένο εχθρό της αλήθειας. Θα επισημάνω όμως ότι ο κόσμος, οι αναγνώστες, οι ακροατές, οι τηλεθεατές, όσοι αναζητούν την πληροφορία στο διαδίκτυο έχουν κριτήριο. Και καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Διαισθάνονται με το αλάνθαστο ένστικτό τους τη διαπλοκή που φωνάζει από μακριά. Κι ας έχουν το νου τους όσοι τοπικοί παράγοντες χρησιμοποιούν την παραδημοσιογραφία για τους δικούς τους λόγους ως υποχείριο, ότι αργά ή γρήγορα θα ξεσκεπαστούν. Με ό,τι αυτό θα έχει ως επακόλουθο. Ή αλλιώς όπως λένε και στα χωριά μας, ταχιά κλαιν…
Υ.Γ.: Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών κι εμείς οι δημοσιογράφοι, που είτε αφήσαμε – παρότι είχαμε προχωρήσει εδώ και χρόνια και σε συγκεκριμένες καταγγελίες στις αρμόδιες υπηρεσίες – με την ανοχή μας να γιγαντώσει η παραδημοσιογραφία, είτε δεν απομονώσαμε έγκαιρα όσους στήριξαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, παράσιτα. Ποτέ όμως δεν είναι αργά.