Επτά χρόνια από τον σεισμό που ισοπέδωσε τη Βρίσα- Οι κάτοικοι ακόμη περιμένουν την «άρση επικινδυνότητας»

Επτά χρόνια από τον σεισμό που ισοπέδωσε τη Βρίσα-  Οι κάτοικοι ακόμη περιμένουν την «άρση επικινδυνότητας»

Επτά χρόνια συμπληρώνονται από τον καταστροφικό σεισμό της Βρίσας και ακόμη δεν έχει γίνει άρση επικινδυνότητας, ώστε να επιστρέψει ξανά η ζωή στο χωριό. Ο Σύλλογος Βρισαγωτών Αθήνας σε επιστολή του ενημερώνει για όλα τα βήματα των ενεργειών που έχουν γίνει μέχρι να επιτευχθεί αυτό και διαπιστώνει ότι το όλο θέμα παρά τις διαβεβαιώσεις βρίσκεται σε αδιέξοδο. Καλεί δε τους φορείς του χωριού να συζητήσουν την προσφυγή στη δικαιοσύνη.

Αναλυτικά η επιστολή:

«Επτά ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον φονικό σεισμό της 12ης Ιουνίου 2017, που αφαίρεσε την ζωή της συγχωριανής μας Ελένης Βαλελή και ισοπέδωσε το χωριό μας, που  εξακολουθεί και σήμερα, επτά (7) χρόνια μετά,  να τελεί υπό το καθεστώς της κηρυχθείσας « κατάστασης επικινδυνότητας» και όσοι συγχωριανοί μας  ζουν,  σε όσα (ελάχιστα) σπίτια άντεξαν ή σε όσα, με χίλιους κόπους, κατάφεραν να ανοικοδομήσουν ή να επισκευάσουν (λίγα και αυτά), τελούν και εκείνοι υπό το καθεστώς  μιας ιδιότυπης μορφής ομηρείας, με κατεστραμμένες τις δύο εκκλησίες του χωριού, (εκ των οποίων η μία μεταβυζαντινό μνημείο), με τα παιδιά του χωριού να φοιτούν σε σχολείο, που στεγάζεται σε κοντέϊνερ, με κατεστραμμένα τα κοινοτικά κτίρια, χωρίς μια έστω υποτυπώδη αγορά με  καταστήματα και καφενεία, όπου οι άνθρωποι θα συνευρίσκονται και θα υπάρχει στοιχειωδώς η αίσθηση της κοινότητας.

Για να επανέλθει όμως το χωριό μας σε μια σχετική κανονικότητα και να γίνουν όλα τα παραπάνω έργα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αρθεί  η κατάσταση επικινδυνότητας,

Ο Σύλλογός μας, στην προσπάθειά του να συνδράμει, και στο μέτρο που του αναλογεί, την επίτευξη του παραπάνω κοινού στόχου και πόθου όλων των Βρισαγωτών να δούμε το χωριό μας να ζωντανεύει και πάλι,  μετά  από δική του έρευνα, κατέληξε στην εφαρμογή των διατάξεων  ΠΔ 13/1929 (ΦΕΚ 153/Α/22-4-1929 « περί επικινδύνων οικοδομών», όπως ενσωματώθηκαν στις διατάξεις του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας και σε συνδυασμό με το άρθρο 52 του Ν.4559/2018 (ΦΕΚ 142/Α/ 3-8-2028) «Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιόνιο Πανεπιστήμιο και άλλες διατάξεις», όπου στα παραπάνω νομοθετήματα ορίζονται και οι αρμόδιες υπηρεσίες και οι ακολουθητέες διαδικασίες, προκειμένου να αρθεί η κατάσταση επικινδυνότητας του χωριού μας, επιβεβαιώσαμε δε την ισχύ των παραπάνω διατάξεων και στην περίπτωση του χωριού μας, συνομιλώντας με υπηρεσιακούς παράγοντες της Δ/νσης σχεδιασμού και αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών του Υπ. Κλιμ. Κρίσης και Πολ. Προστασίας. Στην τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 25/10/2023 με εκπροσώπους του Συλλόγου μας, των φορέων του χωριού μας και του νέου Προέδρου του Τ.Σ κ. Λάσκαρη, ενημερώσαμε για την ύπαρξη του παραπάνω Π.Δ, όπως ισχύει σήμερα, επιφυλαχθήκαμε δε, όλοι οι συμμετέχοντες, να ζητήσουμε νομική βοήθεια, σε περίπτωση που δεν προχωρήσει η διαδικασία άρσης της επικινδυνότητας, μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος και προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντά του και ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος του Τ.Σ Βρίσας κ. Λάσκαρης. Στη συνέχεια  ο πρόεδρος  του Συλλόγου μας Κ. Σταυρινός επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Περιφερειάρχη, τον Δήμαρχο Δυτ. Λέσβου και τον Αντιδήμαρχο κ. Αλάνη. Στις 17/1/2024 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην Περιφέρεια, παρουσία του Περιφερειάρχη, του Δήμαρχου Δυτ. Λέσβου,  του Προέδρου του Τ.Σ Βρίσας , των εκπροσώπων των φορέων του χωριού μας και του Εφημέριου Βρίσας και ελήφθη απόφαση να πραγματοποιηθούν αυτοψίες, ούτως ώστε να καταγραφούν τα «κόκκινα» σπίτια στο χωριό μας, όπως είχαμε αποφασίσει οι φορείς του χωριού στην τηλεδιάσκεψη της 25ης Οκτωβρίου 2023και με βάση το παραπάνω ΠΔ.

Οι αυτοψίες έγιναν, τα επικίνδυνα σπίτια καταγράφηκαν και αποφασίστηκε η τοποθέτηση λαμαρινών για την πρόληψη και αποφυγή ατυχήματος και προκειμένου να κηρυχθεί η άρση της επικινδυνότητας (μέτρο πρόληψης για το οποίο ο Σύλλογός μας έχει σοβαρές ενστάσεις και επιφυλάξεις και δεν είναι ο μόνος)

Και ενώ, εδώ και κάποιους μήνες, πληροφορούμαστε ότι επιτέλους θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, που θα οδηγήσουν στην άρση της επικινδυνότητας, διαπιστώνουμε ότι για μια ακόμα φορά οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Και αφού δεν έχουμε καμία επίσημη πληροφόρηση για το τι ακριβώς συμβαίνει, δικαίως να αναρωτηθούμε:

1) Υπάρχει μελέτη όπου υποδεικνύονται τα απαιτούμενα μέτρα προς άρση της επικινδυνότητας και προς αποσόβηση κάθε κινδύνου για τους κατοίκους του χωριού και τους επισκέπτες αυτού από τα επικίνδυνα σπίτια; 2) Αν ναι, έχει επισήμως υπογραφεί; 3) Και  εφόσον υπάρχει και είναι υπογεγραμμένη, γιατί δεν υλοποιείται;  4) Τέλος τι παρεμβάσεις έχουν γίνει από τον Δήμο Δυτ. Λέσβου προς την ΔΑΕΦΚ, α) προκειμένου να επισπευσθούν οι χαρακτηρισμοί των ακινήτων (κίτρινα ή κόκκινα), για τα οποία έχουν υποβληθεί ενστάσεις από τους ιδιοκτήτες τους και έχουν καταγραφεί από τις τεχνικές υπηρεσίες  του Δήμου ως επικίνδυνα, και άρα να γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες, αν θα προβούν οι ίδιοι στην κατεδάφισή τους με την καταβολή της σχετικής αποζημιώσεως κατεδάφισης από την ΔΑΕΦΚ (εφόσον χαρακτηριστούν τελικά κόκκινα), ή αν θα υποστυλωθούν ή με κάποιο άλλο τρόπο προστατευθούν, κατά τα οριζόμενα στο παραπάνω Π.Δ εφόσον χαρακτηριστούν    κίτρινα και έχουν και αυτά συμπεριληφθεί στην λίστα των επικινδύνων κτιρίων των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου και β) να επισπευσθούν οι καταβολές των αποζημιώσεων κατεδάφισης για την κατηγορία των παραπάνω αναφερομένων «κόκκινων» κτιρίων και ως εκ τούτου να μην κωλύεται η άρση της επικινδυνότητας εξαιτίας αυτού του λόγου.

Κατόπιν των προαναφερομένων και με δεδομένο ότι ουδεμία επίσημη απάντηση επί των άνω ερωτημάτων έχουμε λάβει μέχρι σήμερα, θεωρούμε  πλέον ότι, κάθε αναίτια καθυστέρηση στη λήψη και στην υλοποίηση μέτρων προς άρση της επικινδυνότητας του χωριού μας και προς αποτροπή ατυχήματος/των από τα επικίνδυνα κτίρια, σε βάρος της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της περιουσίας των κατοίκων και επισκεπτών αυτού,, αντιβαίνει ευθέως στις διατάξεις των άνω νομοθετημάτων, με ότι αυτό συνεπάγεται και θα πρέπει πλέον όλοι οι φορείς του χωριού, ενωμένοι και αποφασισμένοι, και αφού οι μέχρι τώρα οχλήσεις μας προς τους αρμόδιους τοπικούς παράγοντες (Περιφερειάρχη και Δήμαρχο Δυτ. Λέσβου) δεν απέφεραν αποτέλεσμα, να επανεξετάσουμε την μέχρι τώρα στάση μας της υπομονής και της εγκαρτέρησης και να δούμε τον μόνο δρόμο που μας απομένει, αυτόν της προσφυγής στην Δικαιοσύνη».

To top