Όλο το παρασκήνιο για το πώς στήθηκε η ιστορία της μικρής Μαρίας στον Έβρο αποκάλυψε η «Καθημερινή» της Κυριακής. Ένας Σύρος υπήκοος από τους 38 εγκλωβισμένους στη νησίδα του Εβρου, διηγήθηκε λεπτό προς λεπτό πώς στήθηκε η ιστορία με τη μικρή Μαρία αλλά και το ρόλο της «Μπαϊντά» μιας γυναίκας από τη Συρία η οποία συνεργάσθηκε με τον δουλέμπορο για να «στηθεί» το σενάριο της ιστορίας και έμοιαζε να ηγείτο της ομάδας των 38.
Όπως αφηγείται, στην ομάδα μετείχαν 51 πρόσφυγες και μετανάστες οι οποίοι μερικές ώρες αργότερα έφτασαν σε νησίδα του ποταμού Έβρου, «διαφορετική από εκείνη στην οποία θα βρισκόμασταν μερικές εβδομάδες αργότερα». (…)Η συνεννόηση με τον διακινητή ήταν ότι θα παρέμεναν εκεί έως ότου εκείνος τους δώσει το σύνθημα να προχωρήσουν προς την ελληνική πλευρά των συνόρων. «Συνολικά μείναμε εκεί δέκα ημέρες. Είχαμε μαζί μας προμήθειες, φαγητά και νερό, τα οποία όμως μετά την 8η ημέρα εξαντλήθηκαν. Κλέβαμε καρπούζια και καλαμπόκια για να τρώμε. Τα κινητά μας είχαν αποφορτιστεί και μόνο η Μπαϊντά συνέχιζε να έχει ενεργοποιημένο τηλέφωνο, καθώς ήταν η μόνη που είχε μαζί της power bank».Εξάλλου, η Μπαϊντά ήταν εκείνη που βρισκόταν σε επικοινωνία με τον διακινητή και εκείνη που θα υποδείκνυε στην υπόλοιπη ομάδα το πότε ακριβώς θα επιχειρούσαν το πέρασμα στην ελληνική όχθη του ποταμού. «Υστερα από οκτώ ημέρες που βρισκόμασταν πάνω στη νησίδα ήρθε (σ.σ. η Μπαϊντά) και μας είπε ότι για να μην επαναληφθεί η αποτυχία της προηγούμενης φοράς, ο διακινητής σκέφτηκε να φτιάξουμε μια ιστορία. Μας είπε να βάψουμε το παιδί ώστε να φαίνεται νεκρό και να πούμε ότι πέθανε από τσίμπημα σκορπιού. Εκείνος αποφάσισε ποια οικογένεια θα σήκωνε το βάρος του ρόλου. Υπέδειξε τη συγκεκριμένη, γιατί είχαν πληρώσει λιγότερα. Κατά κάποιον τρόπο εκβιάστηκαν»
«Η Μπαϊντά έφερε το κορίτσι δίπλα στο δέντρο όπου καθόμουν. Ο πατέρας και η μητέρα του ήταν λίγο πιο μακριά. Το ξάπλωσε στο έδαφος, του έβαψε λίγο το χέρι και το πόδι και του έβαλε λίγο φαγητό δίπλα στα χείλη ώστε να μοιάζει πεθαμένο. Μετά το φωτογράφισε με το κινητό και έστειλε τις φωτογραφίες. Δεν ξέρω πού».
Όσο αφορά την αντίδραση του παιδιού σε όλο αυτό είπε «Τίποτα, ήταν μικρό, δεν μιλούσε. Μετά της έπλυναν το χέρι και το πόδι. Της έκοψαν τα μαλλιά ώστε να μη μοιάζει με το παιδί στη φωτογραφία, που υποτίθεται ότι είχε πεθάνει, και της έκαναν μαθήματα ώστε να ανταποκρίνεται στο καινούργιο όνομά της, «Μάγια» αντί για «Μαρία». Του ζητάμε να μας εξηγήσει πώς, ενώ δεν είχαν φαγητό και νερό, βρέθηκαν να έχουν μαζί τους είδη μακιγιάζ. «Δεν ξέρω να σου απαντήσω. Μπορώ, όμως, να σου πω με σιγουριά ότι τα χρησιμοποίησαν».
Περιγράφει ακόμη ότι, δύο ημέρες αργότερα, πήραν εντολή από τον διακινητή να μετακινηθούν προς την ελληνική όχθη του ποταμού, δίχως όπως είπε ο ίδιος να γνωρίζει τι μεσολάβησε. Εκεί, τους εντόπισαν drones της Ελληνικής Αστυνομίας και λίγη ώρα αργότερα παρελήφθησαν από βανάκια που τους μετέφεραν στο Κέντρο Υποδοχής Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) Φυλακίου. Τον ρωτάμε εάν κατά την παραμονή τους εκεί οι «38» συζήτησαν μεταξύ τους για όσα είχαν προηγηθεί. «Δεν ήμασταν ούτε ευχαριστημένοι ούτε δυσαρεστημένοι. Ευτυχώς, είχαμε καταφέρει να επιβιώσουμε και πλέον σκεφτόμασταν ότι σύντομα θα τελειώσουμε και θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε σε άλλη χώρα».