“Η Ελιά στη Λέσβο” ένα ιστορικό λεύκωμα από τη λαογράφο-δημοσιογράφο Κατερίνα Μαρινάκη

“Η Ελιά στη Λέσβο” ένα ιστορικό λεύκωμα από τη λαογράφο-δημοσιογράφο Κατερίνα Μαρινάκη

Με επίκεντρο την ελιά και τους ελαιώνες της Λέσβου, τα κείμενα, τα εικαστικά έργα και οι φωτογραφίες στο λεύκωμα “Η Ελιά στη Λέσβο”, προβάλλουν τόπους και τοπία, ξεδιπλώνουν ιστορίες και παραδόσεις, αποτυπώνουν συμπεριφορές και εποχές. Ένα πλούσιο και  σημαντικό, για τον πολιτισμό της Ελλάδας, λεύκωμα, αφιερωμένο στην Ελιά και στη Λέσβο, γραμμένο με ιδιαίτερη αγάπη και αφοσίωση από τη Λαογράφο-Δημοσιογράφο Κατερίνα Μαρινάκη.

Ένα λεύκωμα που με τις μοναδικά ατμοσφαιρικές φωτογραφίες και τα γλαφυρά κείμενά του, σε ταξιδεύει, σχεδόν ολοζώντανα, στα γεμάτα γαλήνη και ηρεμία τοπία της Λέσβου, με καθεμιά από τις σελίδες του να λειτουργούν σαν τα μαγικά εκείνα τετράγωνα των λούνα παρκ, τα οποία κάθε φορά που πατάς σε ένα εξ αυτών ανοίγει και φωτίζεται το επόμενο, οδηγώντας σε σε μαγικούς και άγνωστους προορισμούς.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

Ένα τεράστιο πλατανόφυλλο θυμίζει η Λέσβος, που ριγμένο ανέμελα στα γαλανά νερά ταξιδεύει αέναα στις θαλασσινές γειτονιές του Βορείου Αιγαίου. Μια ανοιχτή βεντάλια, που μας «δροσίζει» με τις φυσικές ομορφιές της και τα χίλια διαφορετικά πρόσωπά της. Μια φιλόξενη παλάμη, που κρατά προστατευτικά απέραντους ελαιώνες και πευκοδάση, τεράστιες αμμουδιές και δαντελωτές ακτές, μικρές κοιλάδες και πεδιάδες, θερμές πηγές, αλλά και βραχώδεις οροσειρές, όπως του Ολύμπου, του Όρδυμνου ή του Λεπέτυμνου και ένα από τα σπανιότερα μνημεία της φύσης, το απολιθωμένο δάσος στο Σίγρι, που όλα μαζί συμπληρώνουν το γεωφυσικό παζλ των τριών χερσονήσων της Λέσβου, οι οποίες δημιουργούνται από τους δύο κλειστούς κόλπους και φυσικά ιχθυοτροφεία, αυτούς της Γέρας και της Καλλονής.

Το εμβληματικό τοπίο της Πέτρας Λέσβου “κολυμπά” στις γαλαζοπράσινες θάλασσες νερών και ελαιόδενδρων

Το νησί αυτό δικαιούται -εκτός από τα άξια τέκνα του, μεταξύ των οποίων η Σαπφώ, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Θεόφιλος και τόσες άλλες εξέχουσες προσωπικότητες- να υπερηφανεύεται επίσης για τα μοναδικής ομορφιάς χωριά και τοπία του, τα αξιόλογα εκκλησιαστικά μνημεία του, τον πολιτισμικό του πλούτο, την αξεπέραστη γαστρονομία και βεβαίως τα εξαιρετικής νοστιμιάς και ποιότητος τοπικά προϊόντα του. Μεταξύ αυτών, κορυφαία θέση κατέχει το εκλεκτό ελαιόλαδο της Λέσβου, που αποτελεί την τρίτη ελαιοπαραγωγό περιοχή της χώρας μας, καθώς απολαμβάνει την ομορφιά και τη σκιά 11 εκατομμυρίων ελαιόδενδρων, που απλώνουν τα ασημοπράσινα μπράτσα τους, αγκαλιάζοντας προστατευτικά 465 χιλιάδες στρέμματα από την πλούσια και καρποφόρα Λεσβιακή γη, παράγοντας 100 χιλιάδες τόνους ελιάς και 20 έως 25 χιλιάδες τόνους ευλογημένου λαδιού! «Είναι αυτό το ατέλειωτο δάσος, που σκεπάζει το νησί. Δεκατρία μιλιούνια δέντρα είναι που απλώνουν την ευλογία τους πέρα για πέρα στα βουνά, στους κάμπους, ως κάτου στην ακρογιαλιά. Ανηφορίζουν ως τις πιο ψηλές κορφές, ροβολάνε στις λαγκαδιές, σκύβουν πάνω απ’ τα κύματα, πιασμένες από τα βράχια, γαντζωμένες από τις σκισμές της πέτρας», γράφει βαθιά εντυπωσιασμένος ο Στρατής Μυριβήλης, με τον Ελύτη να τη χαρακτηρίζει ως «το Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων» και τον Ηλία Βενέζη να διατυπώνει την άποψη πως: «Στη Λέσβο, στα όρη των ελαιών της, θα μπορούσε να διδάξει ο Χριστός».

Η πολύτοξη υδατογέφυρα της Μόριας σε αέναο διάλογο με τις συντρόφισσές της, τις ελιές.

Κι από την άλλη, πόσοι ζωγράφοι, από το Θεόφιλο έως τον Μπότσογλου, τον Μανωλίδη και τόσους άλλους, δεν αποτύπωσαν με το χρωστήρα τους το γκριζοπράσινο αειθαλές φύλλωμα της ελιάς, τον ροζιασμένο αιωνόβιο κορμό της, τον λαμπερό καρπό της και το χρυσαφένιο προϊόν του, αλλά και την κοπιαστική μα τόσο σημαντική τελετουργία του λιομαζώματος, που κάθε φθινόπωρο υποχρεώνει άντρες και γυναίκες να υποβάλουν τα σέβη τους στη ζωοδότρα γη. Με αυτά ακριβώς τα έργα μάς υποδέχεται στις ελαιoστόλιστες σελίδες του το πολυτελές λεύκωμα   «Η Ελιά στη Λέσβο», προϊόν ευτυχούς συνεργασίας του νεοσύστατου αλλά εξόχως δραστήριου Πολιτιστικού Συλλόγου «Ελαίας Νήσος Λέσβος», που ιδρύθηκε το 2020 στη Λέσβο και των Εκδόσεων «Τοπίο», που δεν μας έχουν συνηθίσει σε τίποτα λιγότερο από αισθητικά άψογες και ως προς το περιεχόμενο άρτιες εκδόσεις. Οι μεγάλου σχήματος καλοτυπωμένες σελίδες του λευκώματος αυτού, αναδεικνύουν εξίσου με τα ζωγραφικά έργα και τις μοναδικές φωτογραφίες του Δημήτρη Ταλιάνη, ο οποίος παίζει με το φως και την ελιά, τα δύο αναπόσπαστα στοιχεία της φυσιογνωμίας της Λέσβου, αποτυπώνοντας με το φακό του την αρμονική συνύπαρξη δένδρων, καρπών και ανθρώπων, πλαισιωμένων από το κατάστικτο με λιόδεντρα αρχέγονο κορμί της Λέσβου. Φωτογραφίες ατμοσφαιρικές, σχεδόν αισθησιακές, με τα ελαιόδενδρα να φοντάρουν πότε στο υπέροχο μπλε του νησιωτικού ουρανού και πότε στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, συνομιλώντας άλλοτε με ασάλευτες ξερολιθιές, ακίνητους βράχους κι ανενεργές πλέον υδατογέφυρες κι άλλοτε με αεικίνητα και πάντα παραγωγικά κοπάδια γαλακτοφόρων ζώων, που ξαποσταίνουν στον φιλόξενο για κάθε πλάσμα ίσκιο τους. Ακριβώς όπως ξαποσταίνουν κι οι άνθρωποι, οι κουρασμένοι περιπατητές που οργώνουν το νησί ακολουθώντας τα εκατοντάδες μονοπάτια του, οι ξωμάχοι που ολημερίς κονταροχτυπιούνται με τον ανελέητο ήλιο ή οι ελαιοκαλλιεργητές, που με αγάπη και γνώση φροντίζουν τα δένδρα, προκειμένου στη συνέχεια να απολαύσουν την πλούσια συγκομιδή του καρπού τους. Μιας συγκομιδής ενορχηστρωμένης στους ρυθμούς που επιβάλλει το επιμελές άπλωμα των ελαιόπανων, το στοργικό χτύπημα των ραβδιστάδων και της τέμπλας τους, οι υπομονετικές κινήσεις των χεριών της μαζώχτρας, που μαζεύουν ασταμάτητα τις πεσμένες ελίτσες, τα καλαθάκια με τις μπλε χάντρες στο χερούλι που μεταφέρουν τον καρπό, το πρόχειρο φαγητό που συγκεντρώνει την ομάδα των ελαιοσυλλεκτών γύρω από το κατάχαμα στρωμένο τραπέζι, τα τραγούδια, τα αστεία, τα πειράγματα που ακούγονται στους ελαιώνες, με τις φωνές να αντηχούν στις σαν αγκαλιές κουφάλες των γερασμένων κορμών, να παίζουν κρυφτό με τις ηλιαχτίδες που διαπερνούν το τείχος των σκουροπράσινων φυλλωμάτων ή να σκορπίζονται στην απεραντοσύνη των λιόφυτων εκτάσεων της Λέσβου.

“Το μάζομα των ελαιών εν Μιτυλήνη”, Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, 1933. (Μουσείο Θεόφιλου)

Κι αν οι γεμάτες χρώματα εικόνες των ζωγραφικών και φωτογραφικών πορτραίτων της ελιάς της Λέσβου μας “υποδέχονται”, αλλά και μας “ξεπροβοδίζουν” στην εξαιρετική αυτή έκδοση, μέσα από τις σελίδες της οποίας ξεχύνονται ολοζώντανα τόσο οι μοσχοβολιές του φρέσκου λαδιού  και του εξ αυτού παραγόμενου σαπουνιού όσο και τα θροΐσματα των εκατομμυρίων ελαιόδενδρων του νησιού, η καρδιά του βιβλίου δεν θα μπορούσε παρά να απευθυνθεί όχι πια στις αισθήσεις μας, αλλά στην ίδια την ψυχή μας, παρουσιάζοντας με λεπτομέρειες τη μοναδική ιστορία του τόπου, την ακατάλυτα και μακρόχρονα συνυφασμένη με την ελιά και το λάδι. “Δύσκολο να βρεις τόπο που να συνδέθηκε τόσο με ένα δένδρο, όσο η Λέσβος με τις ελιές της”, διαπιστώνει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης. Κι αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές κάθε φθινόπωρο, τότε που σύσσωμη, θαρρείς, η κοινωνία του νησιού αγωνίζεται να συλλέξει και να μεταφέρει τον ελαιόκαρπο από το φυσικό του περιβάλλον, τους ελαιώνες, στα αμέτρητα ελαιοτριβεία, που σκορπισμένα σε κάθε γωνιά της Λεσβιακής γης, περιμένουν να επιτελέσουν το έργο, το οποίο με συστηματικό βιομηχανικό τρόπο ξεκίνησαν να κάνουν -πρώτα εδώ από οποιαδήποτε άλλη ελαιοφόρα ελληνική περιοχή- πριν ακόμα κι από την απελευθέρωση του νησιού, το 1912.

Γενική άποψη του Μουσείου Βιομηχανικής Ελαιουργίας Λέσβου του Π.Ι.Ο.Π.

Το Κοινοτικό Ελαιοτριβείο της Αγίας Παρασκευής και σημερινό Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας Λέσβου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, το Ελαιοτριβείο και σημερινό Μουσείο Βρανά στον Παππάδο της Γέρας, το Ελαιοτριβείο και σημερινό Μουσείο στο Νεοχώρι Πλωμαρίου και άλλα πολλά αντίστοιχης σημασίας βιομηχανικά μνημεία, μας “ανοίγουν” νοερά τις πόρτες τους, μας αποκαλύπτουν τα κρυμμένα μυστικά τους, τα θαμμένα στο δάπεδο κιούπια τους για την αποθήκευση του ελαιολάδου, τις μυλόπετρες και τα καζάνια τους, τα μπασκιά -πιεστήρια- και τα τσουπιά -σακιά- τους για την συμπίεση του ελαιοπολτού, τα λαγήνια τους για τη μεταφορά του πολύτιμου υγρού. Γιατί μόνο ως πολύτιμο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το τρόφιμο, στο οποίο ουσιαστικά στηρίζεται η πυραμίδα της Μεσογειακής Διατροφής, που ήδη από το 2013 αποτελεί μέρος της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, ενώ συγκεκριμένα για τη σύσταση του ελαιολάδου της Λέσβου, αυτή είναι μοναδική, όπως μας πληροφορεί ο Καθηγητής Αναλυτικής Χημείας του Ε.Κ.Π.Α. Νίκος Θωμαΐδης. Μετά από έρευνες που δεν έχουν πραγματοποιηθεί για κανένα άλλο εγχώριο ή ξένο ελαιόλαδο, αποδείχθηκε ότι σε τούτου του τόπου το λάδι καταγράφεται έξι φορές υψηλότερη από τα επιβεβλημένα όρια βιταμίνη Ε, υψηλή περιεκτικότητα σε ακόρεστα λιπαρά, υψηλές τιμές συνολικού φαινολικού περιεχομένου και ακόμα καροτενοειδή, σκουαλένιο, μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και πολλά άλλα χαρακτηριστικά, που το καθιστούν αναντικατάστατο για τη θωράκιση του οργανισμού και της υγείας του ανθρώπου.


Βυθισμένα στο δάπεδο τα κιούπια, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή προστασία
του θησαυρού, που περιέχουν σε τεράστιες ποσότητες.

Τούτων ως δεδομένων, μόνο έκπληξη δεν προκαλεί το γεγονός ότι -όπως γράφει ο αρχιτέκτων και πρώην Υπουργός Νίκος Σηφουνάκης- στα τέλη του 19ου αιώνα η Μυτιλήνη υπήρξε η τέταρτη σε βιομηχανική ανάπτυξη περιοχή της χώρας, μετά τον Πειραιά, την Ερμούπολη και την Πάτρα. Στο θαύμα αυτό, βέβαια, συνετέλεσε αναμφίβολα και η μοναδικά στρατηγική θέση του νησιού, κομβική για τους θαλάσσιους δρόμους που συνδέουν Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Μασσαλία, Σμύρνη και Πειραιά, Ανατολή και Δύση αν προτιμάτε, καθιστώντας το λιμάνι της ένα από τα πλέον σημαντικά και πολυσύχναστα και τους εμπόρους του νησιού κυρίαρχους στον τομέα προμήθειας της Πόλης με ελαιόλαδο.
Η ελαιοκαλλιέργεια της Λέσβου, σημειώνει ο Καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας Νίκος Καραπιδάκης, εμφανίστηκε δειλά-δειλά στα τέλη του 15ου αιώνα, έφθασε να μετατρέψει τη Λέσβο σε μία από τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Μεσογείου κατά τον 17ο αιώνα, για να παρουσιάζει στα τέλη του 19ου αιώνα δυσθεώρητα νούμερα παραγωγής, που άγγιζαν τους 10 τόνους ετήσιας σοδειάς. Η παράλληλη αύξηση της σαπωνοποιίας εντοπίζεται κυρίως στις περιοχές του Πλωμαρίου, του Περάματος, του Πολυχνίτου και της Μυτιλήνης, με τα 45 περίπου λειτουργούντα σαπωνοποιεία να έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο τοπίο του νησιού, αντίστοιχα με αυτά που εντοπίζονται στη Μασσαλία.


Γυναίκες με τις παραδοσιακές λεσβιακές φορεσίες τους, σε πλήρη δράση
για τη συλλογή του ελαιοκάρπου.

Όπως είναι αναμενόμενο, αυτή ακριβώς η περίοδος, συμπίπτει με τη “χρυσή εποχή” της Λέσβου, η οποία, σύμφωνα με τη Μαρία Γρηγορά, Διευθύντρια της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης, καλύπτει τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε και σημειώνεται στο νησί μια αξιοζήλευτη οικονομική άνθηση, με κύριο πυλώνα της το εμπόριο, γεγονός που συνοδεύεται από αντίστοιχη πνευματική ανάταση, κοσμοπολίτικη κοινωνική ζωή -κυρίως για την αστική τάξη- και οικιστική ανάπτυξη. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1907 λειτουργούσαν στην αγορά της Μυτιλήνης 475 καταστήματα, μεταξύ των οποίων ζαχαροπλαστεία, κοσμηματοπωλεία, ξενώνες, εστιατόρια, μεταξουργεία, ακόμα δε και εργοστάσιο αεριούχων ποτών, ενώ η άρχουσα αστική τάξη καταναλώνει, μεταξύ άλλων, χαβιάρι, αστακούς και αυγοτάραχο, εμφανίζεται με μοντέρνες κομμώσεις, ακριβά ενδύματα και εντυπωσιακά κοσμήματα, ενώ το “αλτίν αντασί”, το χρυσό νησί κατά τους Οθωμανούς, απολαμβάνει αυτονομία σε όλους τους τομείς, πολύ πριν την απελευθέρωσή του.

Ο Νίκος Ζούρος, Διευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, χαρακτηρίζει τη Λέσβο ως ” Βοτανικό Παράδεισο”, με την πλούσια βιοποικιλότητα και χλωρίδα της να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ευνοϊκές εδαφοκλιματικές συνθήκες της, με την ελιά να έχει την πρωτοκαθεδρία, καταλαμβάνοντας το 29% της συνολικής έκτασής της και το 75% της καλλιεργούμενης γης! Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι αν οι συνθήκες δεν ήταν οι ιδανικές, θα είχαμε πάντα ως καταφύγιο τα λόγια του Ελύτη: “Θάμπωναν τα μάτια μου, καταμεσήμερο Ιουλίου, από τις άπειρες κοψιές του ήλιου μες στα κύματά του. που κι αν ακόμα δεν υπήρχαν οι ελαιώνες, τέτοια στιγμή θα τους είχα επινοήσει”.

 

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι το εξαίρετο ιστορικό λεύκωμα «Η Ελιά στη Λέσβο», αποτελεί ένα θαυμάσιο γιορτινό δώρο, όχι μόνο λόγω του μεγέθους και της πολυτελούς έκδοσής του, που το καθιστούν ένα εντυπωσιακό coffee table book, ευπρόσδεκτο σε κάθε σαλόνι και βιβλιοθήκη, αλλά κυρίως λόγω του περιεχομένου του. Ας γιορτάσουμε φέτος διαφορετικά, μιας και τόσο διαφορετικές είναι κι οι εποχές που ζούμε, σε σχέση με ό,τι ως τώρα γνωρίζαμε, ας γιορτάσουμε παρέα με την Ελιά και το πολύτιμο Ελαιόλαδό της, το υγρό χρυσάφι της διατροφής σύμφωνα με τον Όμηρο.

Ο τόμος κυκλοφορεί και σε αγγλική έκδοση, με τίτλο: “The Olive on Lesvos”, ενώ τα σημεία πώλησης για αμφότερες τις εκδόσεις είναι:
1.Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στα βιβλιοπωλεία ΙΑΝΟΣ, καθώς και στον ιστότοπο www.ianos.gr, για αποστολές σε Ελλάδα και εξωτερικό.
2.Στη Λέσβο:
-Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου (Σίγρι)
-Βιβλιοπωλείο Χατζηδανιήλ (Μυτιλήνη)
-Βιβλιοπωλείο Book and Art (Μυτιλήνη)
-Βιβλιοπωλείο Music and Paper House (Καλλονή)
-Βιβλιοπωλείο Το Ρόδι (Πέτρα)

 

 

To top